- αοριστώ
- ἀοριστῶ (-έω) (AM)μσν.εκφέρω με αόριστο, χρησιμοποιώ τον αόριστοαρχ.είμαι αόριστος, αβέβαιος, ασαφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀορίστῳ — ἀόριστος without boundaries masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αορισταίνω — ἀορισταίνω (Μ) αοριστώ* … Dictionary of Greek